Χαρακτική
Με την ευρύτερή του έννοια, ο όρος καλύπτει κάθε μέθοδο αναπαραγωγής ή ανατύπωσης ενός έργου σε πολλά αντίτυπα, και επομένως και την Ξυλογραφία, τη Λιθογραφία, τη Σεριγραφία, κλπ. Κυριολεκτικά ωστόσο, χαρακτικά μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο το προϊόντα των τεχνικών εκείνων κατά τις οποίες: α) χρησιμοποιείται μια μεταλλική πλάκα, συνήθως από χαλκό, β) το μελάνι «συγκρατείται» στις σκαλισμένες ή δημιουργημένες με τη βοήθεια κάποιου οξέος εγκοπές ή σχισμές και γ) η πλάκα τοποθετείται σε κάποιου είδους πιεστήριο, έτσι ώστε, με την πίεση που ασκείται, το χαρτί να απορροφά το μελάνι από τα χαραγμένα σημεία. Και με την ευρύτερη και με τη στενότερη έννοιά του, το χαρακτικό μπορεί να είναι είτε καθαρά πρωτότυπη, ανεξάρτητη σύνθεση είτε αναπαραγωγή σε άλλο μέσο κάποιου πίνακα, γλυπτού, σχεδίου, κλπ. Η βασική διαφορά ανάμεσα στις επιμέρους χαρακτικές τεχνικές έγκειται κατά κανόνα στον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται το σχέδιο στη πλάκα. Μ’ αυτή την έννοια, διακρίνουμε συνήθως τα χαρακτικά σε:
Α) Γραμμική χαρακτική (line engraving). Ο χαράκτης δουλεύει κατευθείαν πάνω στο χαλκό, χαράζοντας με το εργαλείο του (το καλέμι) τις γραμμές που θέλει να αναπαραχθούν. Είναι η παλιότερη μέθοδος και απαιτεί μεγάλη ακρίβεια και τρομερή πειθαρχία του χεριού. Τα περίφημα χαρακτικά του Ντύρερ είναι ίσως τα αξιολογότερα και γνωστότερα δείγματα της τεχνικής αυτής.
Β) Ξηρή χάραξη ή πούντα σέκα (dry point, pointe seche). Πρόκειται για την απλούστερη ίσως μέθοδο, μιας και ο καλλιτέχνης «σχεδιάζει» ουσιαστικά πάνω στην πλάκα μ’ ένα μολύβι από σκληρό χάλυβα. Ενώ όμως στη γραμμική χαρακτική τα ξέσματα που προκύπτουν πετιώνται, εδώ παραμένουν στη θέση τους, με σκοπό να πλουτίσουν τη γραμμή και να της προσδώσουν μια χαρακτηριστική «λάμψη». Η τεχνική αυτή, με την οποία μόνο ένας περιορισμένος αριθμός αντιτύπων μπορεί να παραχθεί, χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμό και με άλλες χαρακτικές τεχνικές
.Γ) Οξυγραφία (etching, eau forte). Η πλάκα καλύπτεται μ’ ένα λεπτό στρώμα ανθεκτικού στα οξέα βερνικιού, χαράζεται ελεύθερα από τον καλλιτέχνη με μια χαλύβδινη «βελόνα» και, αφού πρώτα προστατευτεί στη ράχη της και τις πλευρές της μ’ ένα επίσης ανθεκτικό βερνίκι, βυθίζεται σε μια λεκάνη που περιέχει διαλυμένο οξύ (συνήθως νιτρικό). Οι τονικές διαβαθμίσεις είναι πολύ πιο λεπτές στην περίπτωση αυτή απ’ ότι στη γραμμική χαρακτική, κι αυτό γιατί ο χαράκτης μπορεί κατά τη διάρκεια διαδοχικών εμβαπτίσεων στο οξύ να καλύπτει τα σημεία εκείνα που θέλει να αποδοθούν απαλότερα με το ίδιο ανθεκτικό στο οξύ βερνίκι που χρησιμοποιείται και για τη ράχη της πλάκας. Με την επίδραση του οξέος, τα σημεία που έχουν τρυπηθεί με τη βελόνα «τρώγονται» και η πλάκα, αφού πρώτα πλυθεί με καθαρό νερό, της αφαιρεθεί το βερνίκι και μελανωθεί, είναι έτοιμη να τυπωθεί. Η τεχνική αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται στις αρχές του 16ου αιώνα και οι δυνατότητές της αξιοποιήθηκαν πλήρως από καλλιτέχνες όπως ο Ζ. Καλό και ο Ρέμπραντ. Στη λεγόμενη οξυγραφία μαλακού φόντου, ο καλλιτέχνης σχεδιάζει με μολύβι πάνω σ’ ένα αναμιγμένο με λίπος στρώμα από βερνίκι, τοποθετώντας όμως ενδιάμεσα και ένα φύλλο χαρτιού. Καθώς ένα μέρος του βερνικιού κολλάει πάνω στο χαρτί, η τελική εικόνα που προκύπτει έχει συχνά μια υφή που θυμίζει κόκκους ή τα νερά του ξύλου.
Δ) Μετζοτίντα (mezzotinta, μεσοτονία). Σε αντιδιαστολή με όλες τις προηγούμενες μεθόδους, στηρίζεται στις τονικές διαβαθμίσεις μάλλον παρά στη γραμμή. Η χρήση της για την αναπαραγωγή πινάκων ζωγραφική ήταν ευρύτατη το 17ο και 18ο κυρίως αιώνα. Η πλάκα χαράζεται μ’ ένα ειδικό, μεγάλων σχετικά διαστάσεων, καμπύλο, «οδοντωτό» χαλύβδινο εργαλείο, που επιτρέπει τη δημιουργία αναρίθμητων μικρών εξοχών, και στη συνέχεια τυπώνεται σαν ενιαίο, συμπαγές μαύρο. Με το περισσότερο ή λιγότερο ριζικό «ξεκαθάρισμα» των ξεσμάτων, επιτυγχάνεται ένας έλεγχος στην ποσότητα του μελανιού που απορροφούν οι διάφορες περιοχές της πλάκας και επομένως οι απαραίτητες τονικές διαβαθμίσεις. Σήμερα, η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σπανιότατα.
Ε) Ακουατίντα (aquatinta, υδαρής τόνος). Μέθοδος που χρησιμοποιεί οξύ όπως και η οξυγραφία και επιδιώκει να δώσει στο χαρακτικό την εικόνα σχεδίου. Επινοήθηκε το 18ο αιώνα και η δυνατότητά της να πετύχει έναν εντυπωσιακό βαθμό διαφάνειας αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της. Η πλάκα καλύπτεται από μια πορώδη ουσία στην οποία διεισδύει το οξύ, και κατά τα άλλα ακολουθείται μια διαδικασία ανάλογη μ’ εκείνη της οξυγραφίας. Οι περίφημες σειρές χαρακτικών του Γκόγια Καπρίτσια και Συμφορές του πολέμου αποτελούν τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα του είδους. Στη λεγόμενη ακουατίντα με ζάχαρη, το σχέδιο αποτυπώνεται στο χαλκό με τη βοήθεια μαύρου μελανιού ή γκουάζ διαλυμένου σε ζαχαρόνερο (τη μέθοδο αυτή χρησιμοποίησε ο Πικάσο για τις εικονογραφήσεις του της Φυσικής Ιστορίας του Μπυφόν).