Σουρεαλισμός
Κίνημα που «εγκαινιάστηκε» το 1924 (μετά τη διάσπαση ουσιαστικά του Νταντά), μ’ ένα γραμμένο από τον Αντρέ Μπρετόν μανιφέστο, όπου και περιγραφόταν σαν «καθαρός αυτοματισμός». Αν και ο ορισμός αυτός ταίριαζε περισσότερο στη σουρεαλιστική λογοτεχνία και λιγότερο στη σουρεαλιστική τέχνη, η φήμη του Σουρεαλισμού στηρίζεται κυρίως στο έργο ζωγράφων και γλυπτών όπως οι Σ. Νταλί, Μ. Ερνστ, Χ. Μιρό, Χ. Αρπ, κ.α. Κύριος φορέας έκφρασης και προβολής των σουρεαλιστικών ιδεών και έργων ήταν τα διάφορα σουρεαλιστικά περιοδικά. Η Σουρεαλιστική Επανάσταση (La Revolution Surrealiste) εκδόθηκε στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1924 από τους Μπρετόν, Ελυάρ, Αραγκόν, κ.α. και στα 12 συνολικά τεύχη της (ως το 1929, οπότε και σταμάτησε να κυκλοφορεί) φιλοξένησε συνεργασίες των Ντεσνός, Ντε Κίρικο, Μαν Ραίην , Ερνστ, Πικάσο και Μασόν. Ο Σουρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης, που ο Μπρετόν το θεωρούσε το καλύτερο σουρεαλιστικό περιοδικό, εκδιδόταν επίσης στο Παρίσι από το 1930 ως το 1933 (6 συνολικά τεύχη) -οπότε και παραχώρησε τη θέση του στη με έντονες τάσεις εκλεκτισμού επιθεώρηση “Μινώταυρος” που έκλεισε το 1939 (εκδότης ο Έλληνας κριτικός και ιστορικός τέχνης Κριστιάν Ζερβός). Άλλα αξιόλογα σουρεαλιστικά περιοδικά που εκδίδονταν εκτός Γαλλίας ήταν το Διεθνές Σουρεαλιστικό Δελτίο, στο Βέλγιο, το Δελτίο του Λονδίνου, από το 1938 ως το 1940, και τα Άποψη (View, 1940-7) και VVV (1942-4) στη Νέα Υόρκη. Οι πίνακες του σουρεαλιστών μπορούν να καταταγούν σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη, που αντιστοιχεί περίπου σε ότι ο Νταλί ονομάζει «ονειρικά αντικείμενα ζωγραφισμένα με ο χέρι», χρησιμοποιεί συμβατικές βασικά τεχνικές για να αποδώσει φανταστικές εικόνες όπως οι αινιγματικές πλατείες του Ντε Κίρικο ή τα «μαλακά ρολόγια» του Νταλί. Η δεύτερη αντίθετα κατηγορία χαρακτηρίζεται από την επινόηση νέων τεχνικών, όπως το φροτάζ του Ερνστ, τη χαλκομανία (ένα είδος μονοτυπίας) του Ντομίνγκες ή την άμορφη αφηρημένη ζωγραφική του Μασόν. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις, στόχος των σουρεαλιστών ήταν να αναμίξουν το λογικό με το άλογο, και, χρησιμοποιώντας τα όνειρα, το στοιχείο του τυχαίου και έναν πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική μέριμνα αυτοματισμό, να δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα, μια υπερ-πραγματικότητα. Ανάλογους στόχους είχαν άλλωστε και τα έργα σουρεαλιστών ποιητών όπως οι Ελυάρ και Κρεβέλ ή οι κινηματογραφικές ταινίες των Μπουνιουέλ και Νταλί “Ένας ανδαλουσιανός σκύλος” και “Η εποχή του χρυσού”. Η μεγάλη άνθηση του σουρεαλιστικού κινήματος συμπίπτει λίγο-πολύ με τη δεκαετία του 1930. Εκτός από τη Γαλλία, σουρεαλιστικές ομάδες υπήρχαν και δρούσαν την εποχή εκείνη στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Σκανδιναβία, τα Βαλκάνια, τη Νότια Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη, το Βέλγιο, κ.α. στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί σουρεαλιστές αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ασκώντας με το έργο τους και τις ιδέες τους μια απελευθερωτική και ζωογόνα επίδραση στην αμερικάνικη τέχνη. Αν και υπήρξαν κάποιες όψιμες σουρεαλιστικές δραστηριότητες στο Παρίσι και μετά το 1945, ο κάθε καλλιτέχνης ακολουθούσε πια μια λίγο -πολύ ανεξάρτητη πορεία εξέλιξης. Ο όρος «σουρεαλιστικό» -που τον επινόησε ο Απολιναίρ το 1917 για να περιγράψει τη θεατρική του παρωδία “Οι μαστοί του Τειρεσία” -χρησιμοποιείται σήμερα ορισμένες φορές (κατ’ επέκταση) και σε συσχετισμό με τις φανταστικές, τρομακτικές ή αλλόκοτες εικόνες που υπάρχουν στην τέχνη οποιασδήποτε εποχής.