Ροκοκό
(από τη γαλλική λέξη rocaille = κατασκευή από πέτρες και κοχύλια που χρησιμοποιείται για τεχνητές σπηλιές και βράχους κήπων). Τάση που εκδηλώθηκε στη γαλλική κυρίως τέχνη του 18ου αιώνα. Αποτελούσε ένα είδος αντίδρασης στη βαριά, πομπώδη και τυποκρατική ατμόσφαιρα της Αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ’ και χαρακτηριζόταν από τη χρησιμοποίηση απαλών χρωμάτων και κομψών καμπυλών, με στόχο τη δημιουργία μια αίσθησης κομψότητας, χάρης και ευθυμίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι φανερά τόσο στη ζωγραφική της εποχής όσο και στη κάθε είδους εσωτερική διακόσμηση –που αποτέλεσε και το προνομιακό ίσως πεδίο εφαρμογής των αρχών του Ροκοκό. Εκτός Γαλλίας, αξίζει να αναφερθούν σαν δείγματα της τέχνης του Ροκοκό οι πίνακες του Τιέπολο και, κατά μια έννοια, του Γκόγια, καθώς και μια σειρά από αξιόλογες εκκλησίες στην Αυστρία και τη Νότια Γερμανία. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, το Ροκοκό παραχώρησε τη θέση του σαν κυρίαρχο ύφος στο Νεοκλασικισμό.