Ρετάμπλ
(από το λατινικό retrotabulum, αγγλ. Altarpiece, ισπ. Reredos, ιταλ. Pala d’altare): Κάθε εικόνα, γλυπτό η άλλη παράσταση τοποθετημένη για διακοσμητικούς λόγους πάνω και πίσω από την αγία τράπεζα (altar) μιας εκκλησίας. Έχει αποδοθεί ελληνικά και σαν «προσέρεισμα!», «εικόνα βωμού», «εικονοστάσιο αγίας τράπεζας», «τέμπλο», κ.α. αλλά δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέεται με ότι ονομάζουμε ορισμένες φορές τέμπλο και συχνότερα (κα πιο σωστά) εικονοστάσιο στην Ορθόδοξη εκκλησία (εικόνα). Εικόνες αγίων πάνω στην αγία τράπεζα ή πίσω απ’ αυτήν έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους το 10-11ο αιώνα, όταν οι ιερείς άρχισαν να τελούν τη λειτουργία με μέτωπο προς το ιερό (και επομένως και την αγία τράπεζα) και τη ράχη γυρισμένη προς το εκκλησίασμα. Το 14ο και 15ο αιώνα, το είδος αυτό διακόσμησης διαδόθηκε ευρύτατα, για να γίνει τελικά, στη περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης (δεύτερο μισό του 16ου αιώνα), απαραίτητο συμπλήρωμα της αγίας τράπεζας σε κάθε σχεδόν ρωμαιοκαθολική εκκλησία, συνήθως, το ρετάμπλ έχει τη μορφή τρίπτυχου ή πολύπτυχου (με οξυκόρυφες απολήξεις), με μια sacra conversazione σαν βασική παράσταση και με σκηνές από τα Ευαγγέλια ή τη ζωή διαφόρων αγίων στη βάση του (πρεντέλα).