Κοπτική τέχνη
Η τέχνη μιας κοινότητας εκχριστιανισμένων αιγυπτίων (οι Κόπτες έγιναν χριστιανοί γύρω στο 2ο μ.Χ. αιώνα), που συγχωνεύει υστεροαιγυπτιακά, ελληνιστικά και βυζαντινά στοιχεία. Τα νεκρικά γλυπτά της διακρίνονται για την ακαμψία τους, ενώ οι τοιχογραφίες της χρησιμοποιούν πλακάτες χρωματικές επιφάνειες και περιλαμβάνουν διακοσμητικά ζωικά και φυτικά σχήματα, καθώς και πρωτόγονης τεχνοτροπίας ανθρώπινες μορφές με παχιά φρύδια και γουρλωμένα μάτια (σώζονται επίσης και αξιόλογα υφάσματα ανάλογης τεχνοτροπίας). Τα αξιολογότερα κοπτικά κτίσματα είναι το Κόκκινο και το Λευκό Μοναστήρι στο Σοχάγκ και οι εκκλησίες του 11ου και 12ου αιώνα στο Παλαιό Κάιρο. Τα αρχικά τρίκλιτα κτίρια τύπου βασιλικής εξελίχτηκαν βαθμιαία σ’ έναν χαρακτηριστικά Κοπτικό τύπο κυψελοειδούς δομής, με πολυάριθμα παρεκκλήσια και κελιά.